- ἀτυράννευτος
- ἀτυράννευτοςnot ruled by tyrantsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατυράννευτος — ἀτυράννευτος και ἀτυράννητος, ον (Α) αυτός που δεν κυβερνιέται από τυράννους … Dictionary of Greek
ἀτυράννευτον — ἀτυράννευτος not ruled by tyrants masc/fem acc sg ἀτυράννευτος not ruled by tyrants neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυραννεύτου — ἀτυράννευτος not ruled by tyrants masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνομούμαι — (Α εὐνομοῡμαι, έομαι το ενεργ. μόνο στη μτχ. ενεστ. εὐνομοῡσα) [εύνομος Ι] έχω καλούς νόμους, διοικούμαι καλά, έχω καλό πολίτευμα (α. «καὶ ηὐνομήθη καὶ ἀεὶ ἀτυράννευτος ἦν», Θουκ. β. «ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε» θα γίνετε ισχυροί, όταν υπηρετείτε… … Dictionary of Greek